μεταφύτευμα

μεταφύτευμα
το, -ατος
η μεταφύτευση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταφύτευμα — και μεταφύτεμα, το η μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφυτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν λεξικόν τού Karl Weigel] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”